μετρολογία

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετρολογία Medium diacritics: μετρολογία Low diacritics: μετρολογία Capitals: ΜΕΤΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: metrología Transliteration B: metrologia Transliteration C: metrologia Beta Code: metrologi/a

English (LSJ)

ἡ, A theory of ratios, Phld.Acad.Ind.p.16 M.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μετρολογία)
νεοελλ.
1. έρευνα, μελέτη, πραγματεία για τα μέτρα και τα σταθμά
2. η επιστήμη που ασχολείται με τις κάθε είδους μετρήσεις
μσν.
τρόπος μετρήσεως
αρχ.
η θεωρία τών αναλογιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + -λογία. Η λ., με τη νεοελλ. σημ. της ως επιστήμης τών μετρήσεων, είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. metrologie. Και με την τελευταία αυτή σημ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].