πάντρητος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, all-pierced: αὐλοῦ πάντρητον the part of the flute in which the holes are, Plu.2.853e.
German (Pape)
[Seite 465] ganz durchbohrt, Plut. Ar. et Men. comp. 2, αὐλοῦ πάντρητον ἀνασπάσας, vielleicht ein Einsatzstück an der Flöte.
Greek (Liddell-Scott)
πάντρητος: -ον, ὅλως τετρημένος· αὐλοῦ πάντρητον φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ μέρος τοῦ αὐλοῦ ἔνθα αἱ ὀπαί, Πλούταρχ. 2. 853Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout percé de trous.
Étymologie: πᾶν, τιτραίνω.
Greek Monolingual
-ον, Α
διάτρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τρητός (< τετραίνω / τιτραίνω «τρυπώ»), πρβλ. πολύ-τρητος].
Russian (Dvoretsky)
πάντρητος: весь просверленный: αὐλοῦ πάντρητον Plut. просверленная часть флейты (на которой проделаны отверстия).