παλίλληπτος

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίλληπτος Medium diacritics: παλίλληπτος Low diacritics: παλίλληπτος Capitals: ΠΑΛΙΛΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: palíllēptos Transliteration B: palillēptos Transliteration C: palilliptos Beta Code: pali/llhptos

English (LSJ)

gloss on παλινάγρετος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 448] wieder zurückgenommen, VLL. Erkl. von παλινάγρετος.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίλληπτος: -ον, εἰς τοὐπίσω ληπτός, ὃν δύναταί τι νὰ ἀνακαλέσῃ, Ἡσύχ. ἐν λ. παλινάγρετος.

Greek Monolingual

παλίλληπτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανακαλέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ληπτός (< λαμβάνω)].