παρεγείρω
From LSJ
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
English (LSJ)
A raise partly, διὰ τροχιλίας Plu.Eum.11.
German (Pape)
[Seite 510] (s. ἐγείρω), daneben erregen, Plut. Eumen. 11.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγείρω: ἐγείρω ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» (ἔνθα παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11.
French (Bailly abrégé)
exciter à avancer.
Étymologie: παρά, ἐγείρω.
Greek Monolingual
Α
σηκώνω κάτι από το έδαφος ώστε μόνο ένα μέρος του να στηρίζεται σ' αυτό, μισοσηκώνω.
Greek Monotonic
παρεγείρω: μέλ. -εγερῶ, εγείρω, ξεσηκώνω μερικώς, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παρεγείρω: слегка подгонять (sc. τὸν ἵππον Plut.).