πελαγῖτις

From LSJ
Revision as of 14:42, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελᾰγῖτις Medium diacritics: πελαγῖτις Low diacritics: πελαγίτις Capitals: ΠΕΛΑΓΙΤΙΣ
Transliteration A: pelagîtis Transliteration B: pelagitis Transliteration C: pelagitis Beta Code: pelagi=tis

English (LSJ)

ιδος, fem. Adj. of or on the sea, νᾶες AP12.53 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

πελαγῖτις: -ιδος, θηλ. ἐπίθ., ἡ διατρέχουσα τὰ πελάγη εὔφορτοι νῆες πελαγίτιδες (-είτιδες Κῶδ.) Ἀνθ. Π. 12. 53· - τὸ ἀρσεν. παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 4478: «τὸν πελαγίτην θύννον».

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
qui navigue en pleine mer.
Étymologie: πέλαγος.

Greek Monotonic

πελᾰγῖτις: -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προέρχεται ή βρίσκεται πάνω στη θάλασσα, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελαγῖτις -ιδος [πέλαγος] adj. f., zee-:. νᾶες πελαγίτιδες zeeschepen AP 12.53.1.

Russian (Dvoretsky)

πελᾰγῖτις: ῐδος adj. f плывущая в открытом море (νᾶες Anth.).

Middle Liddell

πελᾰγῖτις, ιδος,
fem. adj. of or on the sea, Anth.