περιοκέλλω

From LSJ
Revision as of 15:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοκέλλω Medium diacritics: περιοκέλλω Low diacritics: περιοκέλλω Capitals: ΠΕΡΙΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: periokéllō Transliteration B: periokellō Transliteration C: periokello Beta Code: perioke/llw

English (LSJ)

prop. of a ship, run aground: metaph., εἰς ἐπιτηδεύσεις χειρίστας π. fall into the worst habits, D.S.12.12.

German (Pape)

[Seite 585] eigtl. vom Schiffe, auf den Strand laufen, dah. übh. in eine üble Lage gerathen, Sp., wie D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

περιοκέλλω: κυρίως ἐπὶ πλοίου, ἐξοκέλλω· μεταφ., π. εἰς χειρίστας ἐπιτηδεύσεις, ἐμπίπτω εἰς τὰς χειρίστας ἕξεις, Διόδ. 12. 12.

Greek Monolingual

Α
1. (για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω
2. μτφ. καταντώ, περιπίπτω σε κακή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀκέλλω «πέφτω έξω, καταντώ»].

Russian (Dvoretsky)

περιοκέλλω: досл. причаливать, приставать к берегу, перен. попадать впадать (εἰς χειρίστας ἐπιτηδεύσεις Diod.).