πετροβολία
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ἡ, A stoning, X.An.6.6.15.
German (Pape)
[Seite 606] ἡ, das Werfen, Schleudern der Steine, mit Steinen, Xen. An. 6, 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
πετροβολία: ἡ, τὸ πετροβολεῖν, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de lancer des pierres.
Étymologie: πετροβόλος.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ πετροβόλος
η βολή πετρών, η ρίψη λίθων κατά τη μάχη.
Greek Monotonic
πετροβολία: ἡ, λιθοβολισμός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πετροβολία: ἡ метание камней Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πετροβολία -ας, ἡ [πετροβόλος] het slingeren van stenen.
Middle Liddell
πετροβολία, ἡ,
a stoning, Xen. [from πετροβόλος