ποταμηδόν

From LSJ
Revision as of 15:42, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμηδόν Medium diacritics: ποταμηδόν Low diacritics: ποταμηδόν Capitals: ΠΟΤΑΜΗΔΟΝ
Transliteration A: potamēdón Transliteration B: potamēdon Transliteration C: potamidon Beta Code: potamhdo/n

English (LSJ)

Adv. like a river, Luc.Sat.7, Aret. SD2.13.

German (Pape)

[Seite 688] adv., stromweis, Luc. Saturn. 7; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμηδόν: Ἐπίρρ, δίκην ποταμοῦ, Λουκ. Κρον. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme un fleuve.
Étymologie: ποταμός, -δον.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. σαν ποτάμι, άφθονα σαν τα νερά του ποταμού (α. «νερά δεν βλέπω, χύνονται ποταμηδόν τριγύρω μου» Κάλβ.
β. «πηγαὶ ποταμηδὸν ἐκρέουσαι», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

ποτᾱμηδόν: (ποτᾱμός), επίρρ., ομοίως με ποταμό, κατά την ροή του ποταμού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμηδόν: adv. подобно реке (οἶνος ἔρρει π. καὶ πηγαὶ μέλιτος καὶ γάλακτος Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταμηδόν [ποταμός] adv., zoals een rivier.

Middle Liddell

ποταμός
adv. like a river, Luc.