προανακόπτω
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
cut away first, τὰς ἐμποδίους ὅλας J.BJ3.6.2.
German (Pape)
[Seite 706] vorher abhauen, abschneiden, Ios.; vorher hindern, μή, Clem. Al. strom. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
προανακόπτω: ἀποκόπτω, ἀφαιρῶ πρότερον, τὰς ἐμποδίους ὕλας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 6, 2. ΙΙ. μεταφ., ἐκεῖνο προανακόπτει μή..., ἐμποδίζει ἐκεῖνο ἀπὸ τοῦ νὰ μή..., Κλήμ. Ἀλ. 548.
Greek Monolingual
Α ἀνακόπτω
1. κόβω εκ τών προτέρων («τὰς ἐμποδίους ὕλας προανακόπτειν», Ιώσ.)
2. εμποδίζω κάτι εκ τών προτέρων.