πτισάνη
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (πτίσσω) A peeled barley, Nicopho 15; πτισάνης χυλός Hp.Acut.6. II barley-gruel, π. παχεῖα, opp. χυλός (barleywater), ib.7,10; both opp. ποτόν, ib.68; πτισάνην ἕψειν Ar.Fr.159, cf. 412, Alex.142.3, PCair.Zen.710.76 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 810] ἡ, enthülsete Gerste, Gerstengraupen, u. ein davon gemachter Absud, Gerstentrank, τὰς κριθὰς ποίει τοῖς τεκνίοις πτισάνην, Lucill. 95 (XI, 259); Hippocr.; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πτῐσάνη: [ᾰ], ἡ, (πτίσσω), κριθὴ ἐκλελεπισμένη, ξεφλουδισμένη, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2· πτισάνης χυλὸς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ΙΙ. ποτὸν λαμβανόμενον ἐκ τοιαύτης κριθῆς, «κριθανόνερον», ἐνίοτε μετὰ τῶν ἐπιθέτων παχεῖα ἢ ὅλη, ὅταν συνυπάρχῃ καὶ ἡ χονδροαλεσμένη κριθή, ἐν εἴδει πόλτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν χυλὸν ἤτοι τὸ διὰ τοῦ ἠθμοῦ κριθαρόνερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 885· ἀμφότερα δὲ ἀντιτίθενται τῇ λέξει ποτόν, αὐτόθι 395· πτισάνειν ἕψειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 201, πρβλ. 364, Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 orge mondé;
2 tisane d’orge mondé.
Étymologie: πτίσσω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
(φαρμ.) υγρό φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει ασθενή αναλογία φυτικών προϊόντων με λίγες δραστικές ουσίες και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων ή ως πόμα
αρχ.
αφέψημα από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πτισάνη (< πτισσάνη, με απλοποίηση τών -σσ-) < πτίσσω «ξεφλουδίζω» + επίθημα -ανη / -ανον (πρβλ. λάχπτισάνη -ανο-ν, πλάτ-ανο-ς, πήγ-ανο-ν). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. tisana / ptisana και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. -γαλλ. tisane)].
Greek Monotonic
πτῐσάνη: [ᾰ], ἡ (πτίσσω), ξεφλουδισμένο κριθάρι· ποτό που κατασκευάζεται από αυτό, κριθαρόνερο, αφέψημα, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτισάνη -ης, ἡ [πτίσσω] gepelde gerst:; πτισάνης... χυλός gerstesap Hp. Acut. 6; gerstepap:. πτισάνη παχεῖα dikke gerstepap Hp. Acut. 7.
Russian (Dvoretsky)
πτῐσάνη: (ᾰ) ἡ [πτισσω] ячменный (преимущ.) напиток или отвар Arph., Plut., Anth.
Middle Liddell
πτῐσᾰ́νη, ἡ, πτίσσω
peeled barley: a drink made thereof, barley-water, a ptisan, Ar.