σιμοτράχηλος

From LSJ
Revision as of 17:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑμοτράχηλος Medium diacritics: σιμοτράχηλος Low diacritics: σιμοτράχηλος Capitals: ΣΙΜΟΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: simotráchēlos Transliteration B: simotrachēlos Transliteration C: simotrachilos Beta Code: simotra/xhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, with concave neck, so that the face is turned upwards, Tz.H. 11.100.

Greek (Liddell-Scott)

σῑμοτράχηλος: -ον, = σιμαύχην, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 100.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τράχηλο κυρτό προς τα εμπρός ώστε το πρόσωπό του να είναι σηκωμένο προς τα επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης, ανωφερής» + τράχηλος (πρβλ. σκληρο-τράχηλος)].