σιδηρονόμος
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
ον, (νέμω) distributing with iron, i.e. with the sword, χείρ A.Th.788 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 879] mit dem Eisen oder Schwerte theilend, χείρ, Aesch. Spt. 770.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρονόμος: -ον, (νέμω) ὁ διὰ τοῦ σιδήρου διανέμων, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, χεὶρ Αἰσχύλ. Θήβ. 788.
Greek Monolingual
-όνομον, Α
αυτός που διαιρεί με τον σίδηρο, δηλαδή με το ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -νόμος].
Greek Monotonic
σῐδηρονόμος: -ον (νέμω), αυτός που διαμερίζει, που διαμοιράζει με το σίδερο, δηλ. με το σπαθί, με το ξίφος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρονόμος: дор. σῐδᾱρονόμος 2 производящий раздел силою железа, т. е. меча (χείρ Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρονόμος -ον, Dor. σιδᾱρονόμος [σίδηρος, νέμω] een ijzeren zwaard hanterend. Aeschl. Sept. 788.
Middle Liddell
σῐδηρο-νόμος, ον, νέμω
distributing with iron, i. e. with the sword, Aesch.