σιδηρονόμος

From LSJ
Revision as of 17:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρονόμος Medium diacritics: σιδηρονόμος Low diacritics: σιδηρονόμος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: sidēronómos Transliteration B: sidēronomos Transliteration C: sidironomos Beta Code: sidhrono/mos

English (LSJ)

ον, (νέμω) distributing with iron, i.e. with the sword, χείρ A.Th.788 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 879] mit dem Eisen oder Schwerte theilend, χείρ, Aesch. Spt. 770.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρονόμος: -ον, (νέμω) ὁ διὰ τοῦ σιδήρου διανέμων, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, χεὶρ Αἰσχύλ. Θήβ. 788.

Greek Monolingual

-όνομον, Α
αυτός που διαιρεί με τον σίδηρο, δηλαδή με το ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -νόμος].

Greek Monotonic

σῐδηρονόμος: -ον (νέμω), αυτός που διαμερίζει, που διαμοιράζει με το σίδερο, δηλ. με το σπαθί, με το ξίφος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρονόμος: дор. σῐδᾱρονόμος 2 производящий раздел силою железа, т. е. меча (χείρ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρονόμος -ον, Dor. σιδᾱρονόμος [σίδηρος, νέμω] een ijzeren zwaard hanterend. Aeschl. Sept. 788.

Middle Liddell

σῐδηρο-νόμος, ον, νέμω
distributing with iron, i. e. with the sword, Aesch.