ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Full diacritics: σταλάγμιον | Medium diacritics: σταλάγμιον | Low diacritics: σταλάγμιον | Capitals: ΣΤΑΛΑΓΜΙΟΝ |
Transliteration A: stalágmion | Transliteration B: stalagmion | Transliteration C: stalagmion | Beta Code: stala/gmion |
τό, Dim. of στάλαγμα: in plural, A ear-drops, ear-rings, Plaut.Men.542.
στᾰλάγμιον: τό, ὑπόκορ. τοῦ σάλαγμα, ἐν τῷ πληθ., ἐνώτια, παρὰ Πλαύτ. Men. 3. 3, 18.
τὸ, Α στάλαγμα
στον πληθ. τά σταλάγμια
σκουλαρίκια όμοια με μικρές σταγόνες.