στιβίζομαι
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
Med. or Pass., A paint one's eyelids and eyebrows with black paint (στίβι), LXX Ez.23.40, Str.16.4.17, Cyran.64.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβίζομαι: μέσ. ἢ παθ., βάπτω τὰ βλέφαρα καὶ τὰς ὀφρῦς μου μὲ μέλαιναν βαφὴν (στίβι), Στράβ. 775, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΓ΄, 40), Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 5. 18. ― Ἡμαρτημένως φέρεται στιβάζομαι παρὰ τῶ Mar’ s Spicil. 2. 189Β, κτλ.
Greek Monolingual
Α
βλ. στιμμίζω.
Greek Monotonic
στῐβίζομαι: Μέσ. ή Παθ., βάφω τις βλεφαρίδες και τα βλέφαρά μου με μαύρη βαφή (στίβι), σε Στράβ.
Middle Liddell
στῐβίζομαι,
Mid. or Pass. to paint one's eyelids and eyebrows with black paint (στίβἰ, Strab.