συγκρότημα

From LSJ
Revision as of 19:30, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρότημα Medium diacritics: συγκρότημα Low diacritics: συγκρότημα Capitals: ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ
Transliteration A: synkrótēma Transliteration B: synkrotēma Transliteration C: sygkrotima Beta Code: sugkro/thma

English (LSJ)

ατος, τό, A organization, μετὰ σ. τινός Sch.Ar.Pl.325. II artifice, crafty conduct, Ulp.ad D.21.139 (pl.); contrivance, gloss on κρότημα, Sch.E.Rh.499.

German (Pape)

[Seite 970] τό, das Zusammengeschlagene, Dichtgemachte, die zusammengebrachte Menge, das Heer. – Übertr., geschmiedete Ränke, List, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρότημα: σῶμα συμπαγές, κατηρτισμένον, καλῶς συγκεκροτημένον, συνάθροισμα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 325, Γρηγόρ. Νύσσ., κλπ.· ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνδρός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 499· ― ἐκστρατεία, Κύριλλ. ΙΙ. μεταφορ., ὡσαύτως, ἐπινόημα, πανουργία, Σχόλ., Δημ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συγκροτῶ
άθροισμα πραγμάτων σε μεθοδική διάταξη
νεοελλ.
1. σύνολο, ιδίως κτισμάτων και εγκαταστάσεων που συναποτελούν αδιαίρετη ολότητα («οικοδομικό συγκρότημα»)
2. σύνολο βιομηχανικών ή άλλων οικονομικών επιχειρήσεων με ενιαίο κέντρο και ενιαία διεύθυνση (α. «βιομηχανικό συγκρότημα» β. «συγκρότημα τραπεζών»)
3. στρ. σύνολο μονάδων του ίδιου όπλου υπό ενιαία διοίκηση
4. ομάδα ανθρώπων που υπηρετούν, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, ορισμένο είδος τέχνης (α. «μουσικό συγκρότημα» β. «χορευτικό συγκρότημα»)
5. μτφ. σύνολο προσώπων με κοινά ιδιοτελή συμφέροντα και με κοινές επιδιώξεις, κλίκα, σπείρασυγκρότημα κλεπταποδόχων»)
αρχ.
1. δόλια επινόηση, τέχνασμα
2. (γενικά) επινόηση.