αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Full diacritics: συναναλύω | Medium diacritics: συναναλύω | Low diacritics: συναναλύω | Capitals: ΣΥΝΑΝΑΛΥΩ |
Transliteration A: synanalýō | Transliteration B: synanalyō | Transliteration C: synanalyo | Beta Code: sunanalu/w |
Elean συναλλύω, in Med., remit a debt, Schwyzer 418.7 (v B.C.).
και ηλειακ. τ. συναλλύω Α
χαρίζω οφειλή, διαγράφω χρέος.
και ηλειακ. τ. συναλλύω Α
χαρίζω οφειλή, διαγράφω χρέος.