συρροή

From LSJ
Revision as of 10:52, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρροή Medium diacritics: συρροή Low diacritics: συρροή Capitals: ΣΥΡΡΟΗ
Transliteration A: syrroḗ Transliteration B: syrroē Transliteration C: syrroi Beta Code: surroh/

English (LSJ)

ἡ, A = σύρρευσις, conflux, Thphr.Lap.1, Ign.50, al.; ἰχώρων Plu.Cleom.39; συνροὰ (Dor.) ὑδάτων Mnemos.42.332 (Argos, iv B.C.); exudation which forms a bulbil, σ. δακρυώδης Thphr.HP6.6.8; accumulation of earth, ib.7.15.2: also σύρροια, Hp.Alim.23, Plb.2.32.2, Str. 1.3.12, Aret.CD1.13 (ξύρρ-) ; σύνροια IG5(1).1431.20 (Messene).

Greek (Liddell-Scott)

συρροή: ἡ, = σύρρευσις. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 8., 7. 15, 2, Πλούτ., κλπ.· ὡσαύτως σύρροια, Ἱππ. παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 102C, Πολύβ. 2. 32, 2. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
confluent.
Étymologie: συρρέω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συνροά Α συρρέω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συρρέω, το να ρέουν ή να χύνονται μαζί δύο υγρά («συνροὰ ὑδάτων», επιγρ.)
2. συνάθροιση, συγκέντρωσησυρροή πλήθους»)
νεοελλ.
1. ιατρ. χαρακτηριστικό τών εξανθηματικών νόσων, όταν οι φλύκταινες, βλατίδες, φυσαλλίδες ή κηλίδες πλησιάζουν και συνενώνονται η μία με την άλλη
2. φρ. α) «συρροή νόμων»
(ποιν. δίκ.) η περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι ή περισσότερες διατάξεις του ίδιου ποινικού νόμου ρυθμίζουν την ίδια ύλη
β) «συρροή εγκλημάτων» και «συρροή αδικημάτων» — η περίπτωση κατά την οποία έγιναν από κάποιον δύο ή περισσότερα εγκλήματα ή αδικήματα
αρχ.
εφίδρωση.

Russian (Dvoretsky)

συρροή:стечение, слияние Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρροή -ῆς, ἡ [συρρέω] samenvloeiing. Plut. Agis et Cl. 60.5.