σχοινότονος
From LSJ
English (LSJ)
ον, stretched with rushes or cords, δίφρος Hp.Steril.230.
German (Pape)
[Seite 1057] mit Binsen, Stricken bespannt, δίφρος, mit Binsen überflochtener Stuhl, κλίνη, ein Gurtenbett, dessen Boden mit Stricken bespannt ist, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινότονος: -ον, πεπλεγμένος διὰ τεταμένων σχοίνων ἢ σχοινίων, σχοινόπλεκτος, δίφρος Ἱππ. 682. 26.
Greek Monolingual
-ον, Α
κατασκευασμένος από τεντωμένα σχοινιά («σχοινότονος δίφρος», Ιποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -τόνος (< τόνος (< τείνω), πρβλ. ἱστό-τονος].