σώρακος

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σώρᾰκος Medium diacritics: σώρακος Low diacritics: σώρακος Capitals: ΣΩΡΑΚΟΣ
Transliteration A: sṓrakos Transliteration B: sōrakos Transliteration C: sorakos Beta Code: sw/rakos

English (LSJ)

ὁ, A basket or box, Ar.Fr.248, Aen.Tact.30.2, Babr.108.18, BGU14iv 10 (iii A.D.); καταπαλτῶν, τοξευμάτων, IG22.120.37, 1649.14.

German (Pape)

[Seite 1060] ὁ, 1) Kiste, Korb, bes. worin man trockne Feigen u. Datteln aufbewahrte, Jac. A. P. p. 90. – 2) eine Trage, zum Holztragen, Ar. frg. bei Poll. 10, 130.

Greek (Liddell-Scott)

σώρᾰκος: ὁ, (σωρὸς) «ἀγγεῖον ἐν ᾧ τὰ σκεύη τῶν ὑποκριτῶν» (Πολυδ. Ι΄, 130), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 244· καλάθιον, στάμνοι μέλιτος σώρακοί τε φοινίκων Βαβρ. 108. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cabas de figues ou de dattes.
Étymologie: DELG σωρός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. καλάθι, κιβώτιο
2. (κατά τον Πολυδ.) «σώρακος, ἀγγεῑον ἐν ᾧ τὰ σκεύη τῶν ὑποκριτῶν»
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῑον, εἰς ὃ σῡκα συμβάλλεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + επίθημα -ακος (πρβλ. θύλ-ακος)].

Greek Monotonic

σώρᾰκος: ὁ (σωρός), καλάθι ή δοχείο, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

σώρᾰκος: ὁ корзинка Arph., Babr.

Middle Liddell

σώρᾰκος, ὁ, σωρός
a basket or box, Babr.