σῆκα
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: σῆκα | Medium diacritics: σῆκα | Low diacritics: σήκα | Capitals: ΣΗΚΑ |
Transliteration A: sē̂ka | Transliteration B: sēka | Transliteration C: sika | Beta Code: sh=ka |
Adv. into the fold (σηκός), a shepherd's call to his flocks, Hsch.
Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.)
(ως προτρεπτική επιφώνηση βοσκού προς το ποίμνιό του) μέσα στη μάντρα, μέσα στον στάβλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» (πρβλ. σῖγα, σάφα, τάχα)].