φυλλομανέω
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
run to leaf, without seeding, Thphr.HP8.7.4.
German (Pape)
[Seite 1315] wild ins Laub treiben, ohne Früchte anzusetzen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλομᾰνέω: κάμνω πολλὰ φύλλα χωρὶς νὰ καρποφορῶ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 4· ἐκ τοῦ φυλλομᾰνής, ές, ὁ ἔχων ὑπερβαλλόντως πολλὰ φύλλα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 143, Ἐτυμ. Μέγ. 474, 51· πρβλ. ὑλομανής, -μανέω.