χειριδωτός

From LSJ
Revision as of 16:44, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειριδωτός Medium diacritics: χειριδωτός Low diacritics: χειριδωτός Capitals: ΧΕΙΡΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: cheiridōtós Transliteration B: cheiridōtos Transliteration C: cheiridotos Beta Code: xeiridwto/s

English (LSJ)

όν, A sleeved, κιθών as worn by Asiatics, Hdt.7.61, cf.PTeb.46.34 (ii B.C.), Philostr.Im.1.28, Hdn.5.3.6; of the Gallic χιτὼν σχιστός, Str.4.4.3. II having hands, Suid.

German (Pape)

[Seite 1345] mit Aermeln versehen, κιτών, ein Unterkleid mit Aermeln, Her. 7, 61. Vgl. ἐξωμίς.

Greek (Liddell-Scott)

χειριδωτός: -όν, ὁ ἔχων χειρῖδας, «μανίκια», κιθὼν (Ἀττ. χιτὼν) χειριδωτός, οἷον ἦν παρὰ τοῖς Ἀσιανοῖς, manuleata παρὰ Πλαύτῳ, Ἡρόδ. 7. 61, πρβλ. Φιλόστρ. 804, Ἡρόδ. 5. 3· ἐπὶ τοῦ σχιστοῦ χιτῶνος τῶν Γαλατῶν, Στράβ. 196· πρβλ. καρπωτός· - πρβλ. καὶ ἐξωμίς.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
garni de manches.
Étymologie: χειρίς.

Greek Monolingual

-ή -ό / χειριδωτός, -ή, -όν, ΝΑ χειριδοῦμαι
(για ένδυμα) αυτός που έχει μανίκια (α. χειριδωτός μανδύας» β. «κιθῶνας χειριδωτοὺς ποικίλους», Ηρόδ.
γ. χιτῶνα γυναικεῑον χειριδωτόν», πάπ.)
αρχ.
αυτός που έχει χέρια.

Greek Monotonic

χειριδωτός: -όν, αυτός που έχει μανίκια, κιθὼν χειριδωτός, λέξη από τους Ασιάτες, σε Ηρόδ.· πρβλ. ἐξωμίς.

Russian (Dvoretsky)

χειρῑδωτός: χειρίς 2] имеющий рукава (κιθών Her.).

Middle Liddell

χειριδωτός, όν
having sleeves, sleeved, κιθὼν χειριδωτός, worn by Asiatics, Hdt.; cf. ἐξωμίς.

English (Woodhouse)

having sleeves

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)