χωνεία

From LSJ
Revision as of 11:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωνεία Medium diacritics: χωνεία Low diacritics: χωνεία Capitals: ΧΩΝΕΙΑ
Transliteration A: chōneía Transliteration B: chōneia Transliteration C: choneia Beta Code: xwnei/a

English (LSJ)

ἡ, A melting and casting of metal, Plb.34.10.12, D.S.5.13.

German (Pape)

[Seite 1386] ἡ, das Schmelzen u. Gießen des Metalls, Pol. 34, 10, 12.

Greek (Liddell-Scott)

χωνεία: ἡ, χώνευσις μετάλλου, καὶ χύσις, Πολύβ. 34. 10, 12, Διόδ. 5. 13. ΙΙ. ἡ βασιλικὴ χ., τὸ νομισματοκοπεῖον, Ἄννα Κομν. 1. 226.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ χωνεύω
η τήξη και η χύτευση μετάλλων, χώνευση
μσν.
νομισματοκοπείο.

Russian (Dvoretsky)

χωνεία:плавка, выплавка, литье Polyb., Diod.