χυτρεοῦς

From LSJ
Revision as of 14:25, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτρεοῦς Medium diacritics: χυτρεοῦς Low diacritics: χυτρεούς Capitals: ΧΥΤΡΕΟΥΣ
Transliteration A: chytreoûs Transliteration B: chytreous Transliteration C: chytreoys Beta Code: xutreou=s

English (LSJ)

οῦν, A of earthenware, Ar.Nu. 1474.

German (Pape)

[Seite 1385] ᾶ, οῦν, = Vorigem; θεός Ar. Nub. 1457; Poll. 10, 30. 67.

Greek (Liddell-Scott)

χυτρεοῦς: οῦν, πήλινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1474· ― ὁ τύπος χύτρεος, συνῃρ. -οῦς, κατακρίνεται ὑπὸ τοῦ Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 675· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 147.

French (Bailly abrégé)

ῆ, οῦν :
de pot de terre, de poterie, p. ext. d’argile.
Étymologie: χύτρα.

Greek Monolingual

-ᾱ, -οῦν , Α
1. πήλινος («χυτρεοῦν ... θεόν», Αριστοφ.)
2. (σε σχόλ. κώδ.) «χυτρεοῡς
ὁ τροχὸς ἐν ᾧ ἐργάζονται τὰς χύτρας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα (πρβλ. κεραμ-εοῦς: κέραμος)].

Greek Monotonic

χυτρεοῦς: -οῦν (χύτρα), πήλινος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χυτρεοῦς: глиняный (θεός Arph.).

Middle Liddell

χύτρα
of earthenware, Ar.