ἀθυρόγλωττος

From LSJ
Revision as of 10:03, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθῠρόγλωττος Medium diacritics: ἀθυρόγλωττος Low diacritics: αθυρόγλωττος Capitals: ΑΘΥΡΟΓΛΩΤΤΟΣ
Transliteration A: athyróglōttos Transliteration B: athyroglōttos Transliteration C: athyroglottos Beta Code: a)quro/glwttos

English (LSJ)

ον, one that cannot keep his mouth shut, ceaseless babbler, E. Or. 903 (ἀθυρόγλωσσος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῠρόγλωττος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ στόμα κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων στόμα ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une langue sans frein, bavard impénitent.
Étymologie: ἄθυρος, γλῶττα.

Greek Monotonic

ἀθῠρόγλωττος: -ον (θύρα, γλῶττα), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, πολυλογάς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθῠρόγλωττος: невоздержанный (дерзкий) на язык (ἀνήρ Eur.).

Middle Liddell

θύρα, γλῶττα
one that cannot keep his mouth shut, a ceaseless babbler, Eur.