ἀκρωτηριασμός

From LSJ
Revision as of 09:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρωτηριασμός Medium diacritics: ἀκρωτηριασμός Low diacritics: ακρωτηριασμός Capitals: ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: akrōtēriasmós Transliteration B: akrōtēriasmos Transliteration C: akrotiriasmos Beta Code: a)krwthriasmo/s

English (LSJ)

ὁ, amputation, Dsc.Ther.Praef., Heliod. ap. Orib.47.14tit., Philum.Ven.7.7, Leonid. ap.Aët. 16.49.

German (Pape)

[Seite 86] ὁ, Verstümmelung, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρωτηριασμός: ὁ, = πήρωσις, κολόβωσις, Διοσκ. 7.1, Πολυδ. κτλ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 amputación Heliod. en Orib.47.14 tít., Philum.Ven.7.5, de una estatua, Poll.1.12.
2 fig. mengua del poder del hombre sobre algunos anim., Chrys.M.48.568.

Greek Monolingual

ο (Α ἀκρωτηριασμός) ἀκρωτηριάζω
1. (για πράγματα) αποκοπή τών άκρων
2. (για ανθρώπους) αποκοπή τών άκρων μελών του σώματος
3. (για πράγματα) υπερβολική και επιζήμια περικοπή, κουτσούρεμα, παραμόρφωση.