ἀκτημοσύνη
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ἡ, poverty, Crates Theb. ap. Epiph.Haer.3.2, Poll.3.111, 6.197.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
renuncia a la propiedad, pobreza Crates Theb.Socr.Rel.16, Poll.3.111, 6.197
•esp. de crist. ref. a la pobreza evangélica, Nil.M.79.968C, como virtud de la vida ascética, Basil.M.32.293A, Pall.H.Laus.37.1, considerada como una riqueza, Gr.Naz.M.36.244C.
Greek Monolingual
η (Α ἀκτημοσύνη) ἀκτήμων
έλλειψη κτηματικής περιουσίας, ανέχεια, φτώχεια
μσν.
1. κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, κοινοκτημοσύνη
2. η μη κατοχή κτηματικής περιουσίας ως χαρακτηριστικό του μοναχικού βίου.