ἀνάκαμψις
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
εως, ἡ, A a bending back, Hp.Oss.15, Arist.Mete.386a5.
German (Pape)
[Seite 191] ἡ, das Umbiegen, Zurückkehren.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκαμψις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω κάμψις, Ἱππ. 278. 39, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8, «σιδήρου ἀπὸ ὀξύτητος ἀμβλύτητα κατ’ ἀνάκαμψιν ἤγουν στροφὴν εἰς τὸ ἔμπαλιν».
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 retroflexión de una vena ἐν δὲ τῇ ἀνακάμψει ἐνῆρται ἐς τὰ αὐτὰ ταῦτα Hp.Oss.15, de cualquier cuerpo, op. κατάκαμψις Arist.Mete.386a5.
2 reversión κἂν συνεχεῖς ὦσιν (αἱ κινήσεις) καὶ μὴ γίνηται ἀνάκαμψις Arist.Ph.262a11, de una cuerda tensa después de un movimiento vibratorio ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον ἀνακάμψεις ποιεῖσθαι Xenocrates 9.
Greek Monolingual
ἀνάκαμψις (-εως), η (Α)
βλ. ανάκαμψη.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάκαμψις: εως ἡ выгибание наружу или обратное движение, возвращение Arst.