ἀνάλεκτος
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ον, select, choice, γυναῖκες ἀ. τὸ κάλλος Socr.Ep.9. -lectris, -idos, dub. in Ov.AA3.273 (v. ἀναληπτρίς).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλεκτος: -ον, ἐκλεκτός, ἐξαίρετος, γυναῖκες ἀν. τὸ κάλλος Ἐπιστ. Σωκρ. 9.
Spanish (DGE)
-ον
escogido, seleccionado γυναῖκας Σικελικὰς τρεῖς ἀναλέκτους τὸ κάλλος Socr.Ep.9.1, παιδία SB 4425.3.21.
Greek Monolingual
-ον (Α ἀνάλεκτος) ἀναλέγω
1. επίλεκτος, εκλεκτός, εξαίρετος
2. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα ανάλεκτα
υπολείμματα της τροφής μετά το δείπνο.