ἀντιψηφίζομαι

From LSJ
Revision as of 14:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιψηφίζομαι Medium diacritics: ἀντιψηφίζομαι Low diacritics: αντιψηφίζομαι Capitals: ΑΝΤΙΨΗΦΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antipsēphízomai Transliteration B: antipsēphizomai Transliteration C: antipsifizomai Beta Code: a)ntiyhfi/zomai

English (LSJ)

A vote against, πρός τι Plu.Lys.27; τὸ ἀληθὲς τῷ λόγῳ ἀ. Lib.Or.64.37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιψηφίζομαι: ἀποθ., ψηφοφορῶ ἐναντίον, ῥίπτω ἐναντίαν ψῆφον, πρὸς ταῦτα ἀντεψηφίσαντο Θηβαῖοι Πλουτ. Λύσ. 27.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεψηφισάμην;
rendre un vote ou un décret contraire.
Étymologie: ἀντί, ψηφίζω.

Spanish (DGE)

votar contra πρὸς ταῦτα γὰρ ἀντεψηφίσαντο ... ψηφίσματα Plu.Lys.27, τῷ λόγῳ Lib.Or.64.37.

Greek Monolingual

ἀντιψηφίζομαι (Α)
καταψηφίζω.

Greek Monotonic

ἀντιψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., ψηφίζω ενάντια σε, πρός τι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιψηφίζομαι: подавать голос против (προός τι Plut.).

Middle Liddell


Dep to vote against, πρός τι Plut.