ἄσωστος

From LSJ
Revision as of 10:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσωστος Medium diacritics: ἄσωστος Low diacritics: άσωστος Capitals: ΑΣΩΣΤΟΣ
Transliteration A: ásōstos Transliteration B: asōstos Transliteration C: asostos Beta Code: a)/swstos

English (LSJ)

ον, (σῴζω) A not to be saved, past recovery, ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.NA13.7, PFay.12.24 (ii B. C.). Adv. -τως, διατίθεσθαι, ἔχειν, Dsc.2.141, Gal.15.753.

German (Pape)

[Seite 382] unrettbar, Plut. Ale. 3; Ael. H. A. 13, 8. S. ἄσωτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut sauver.
Étymologie: ἀ, σῴζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 insalvable, perdido de una vida licenciosa ἄσωστον αὐτῷ τὸν λοιπὸν βίον ἔσεσθαι Antipho Fr.66, cf. Clem.Al.Paed.2.1.7
incurable (νοσήματα) ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.NA 13.7
neutr. plu. como adv. sin salvación de unos cazadores ἀποπίπτουσιν D.P.Au.3.1.
2 adv. -ως en estado desesperado, sin salvación διατίθεσθαι Dsc.2.141, ἔχειν Gal.15.753.

Greek Monolingual

και ανέσωστος και άσωτος, -η, -ο (AM ἄσωστος, -ον) σώζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, ανεξάντλητος, ατέλειωτος
2. ελλιπής, ασυμπλήρωτος
3. αυτός που δεν έχει ακόμη διασωθεί
4. αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς, απλησίαστος
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, αθεράπευτος
2. αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο.