ἐκτομάς

From LSJ
Revision as of 16:53, 19 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτομάς Medium diacritics: ἐκτομάς Low diacritics: εκτομάς Capitals: ΕΚΤΟΜΑΣ
Transliteration A: ektomás Transliteration B: ektomas Transliteration C: ektomas Beta Code: e)ktoma/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A wicket-gate, Aen.Tact. 24.5, Stud.Pal.20.211.9. II = περικεφαλαία, Hsch. III a kind of spear (nisi leg. ἐκτομάδια), Id.

German (Pape)

[Seite 782] άδος, ἡ, eine kleine Thür im Thore, Aen. Tact.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτομάς: -άδος, ἡ, πυλίς, μικρὰ θύρα κατεσκευασμένη εἰς τὸ θυρόφυλλον μεγάλης πύλης, οἵας καὶ νῦν βλέπει τις ἐν τοῖς ἐργοστασίοις καὶ ἀλλαχοῦ, Αἰν. Τακτ. 24. 28· προσέτι καθ’ Ἡσύχ. «περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν».

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ
1 postigo, portillo ἐ. πυλίς Aen.Tact.24.5, ἐ. διαβητική portillo de paso, Stud.Pal.20.211.9 (V/VI d.C.).
2 ἐ.· περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν Hsch.

Greek Monolingual

ἐκτομάς, η (Α)
1. μικρή πόρτα κατασκευασμένη στο θυρόφυλλο μεγάλης πύλης απ' όπου μπαινοβγαίνουν μεμονωμένα άτομα για να μην ανοίγει ολόκληρη η πύλη
2. «περικεφαλαία ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν» (Ησύχ.).