ἐμβολεύς
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
έως, ὁ, A anything put in: piston, Hero Spir.1.28, cf. Hsch.s.v. κίουρος; peg, Anthem.pp.151,152 W.; dibble or stick for setting plants, AP6.21.6. II model (usu. wooden) for metal fittings or stone-work, Ph.Bel.70.13, Hero Bel.96.5.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 émbolo Hero Spir.1.28, cf. Hsch.s.u. κίουρος.
2 agr. instrumento plantador de plantones de hortalizas, almocafre, AP 6.21.
3 en óptica superficie de incidencia ἐσόπτρου Anthem.47.17.
4 modelo, molde ξύλινος Ph.Bel.70.9, cf. Hero Bel.96.5.
German (Pape)
[Seite 806] ὁ, Alles, was hineingesteckt wird, Pflock, Pfropf, Sp.; κράμβης ἐμβ., = πάσσαλος, Ep. ad. 176 (VI, 21), das Holz, mit welchem beim Kohlpflanzen Löcher in die Erde gemacht werden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβολεύς: έως, ὁ, (ἐμβάλλω) πᾶν ὅ,τι ἐμβάλλεται εἴς τι, πάσσαλος, ἔμβολον, Ἥρων Πνευμ. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει κίουρος· ξύλον δι’ οὗ ἀνοίγονται ὀπαὶ εἰς τὸ ἔδαφος πρὸς φύτευσιν, φυτευτήριον, Ἀνθ. Π. 6. 21.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
ce qu’on enfonce ou ce qui sert à enfoncer :
1 plantoir;
2 pieu, cheville;
3 forme, gabarit, mandrin.
Étymologie: ἐμβάλλω.
Greek Monolingual
ο
βλ. εμβολέας.
Greek Monotonic
ἐμβολεύς: -έως, ὁ (ἐμβάλλω), οτιδήποτε τοποθετείται, μπήγεται, μπαίνει μέσα, καρφώνεται (π.χ. πάσσαλος, έμβολο)· σκαλιστήρι για την καλλιέργεια φυτών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβολεύς: εως adj. m с.-х. сажальный, служащий для приготовления ямок при посадке (πάσσαλος Anth.).
Middle Liddell
ἐμβολεύς, έως, ἐμβάλλω
anything put in: a dibble for setting plants, Anth.