ἐπανακρούω
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
poet. ἐπαγκρ-, put a ship back (v. ἀνακρούω), Hsch.: metaph., πάλιν ἐπαγκρούων Isyll.6:—Med., put back, Ar.Av. 648.
German (Pape)
[Seite 900] (κρούω), zurückstoßen. – Med., zurückkehren, δεῦρο Ar. Av. 848.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανακρούω: ὠθῶ πλοῖόν τι πρὸς τὰ ὀπίσω (ἀνακρούω), «ἐπανακροῦσαι· εἰς τοὐπίσω χωρῆσαι. ἐπὶ τῶν κωπηλατοῦντων, ὅταν στρέψαντες τὴν πρύμναν ἐπανακρούωνται, ἵνα εἰς τοὐπίσω χωρήσῃ τὸ πλοῖον» Ἡσύχ.: - Μέσ., ἐπανάκρουσαι πάλιν, «ὑπόστρεψον ἐπὶ τοὐπίσω» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 648.
Greek Monolingual
ἐπανακρούω και ποιητ. τ. έπαγκρούω (Α) κρούω
1. ανακρούω, σπρώχνω με τα κουπιά ένα πλοίο προς τα πίσω
2. μέσ. γυρίζω κάτι πίσω, το επιστρέφω
3. αλλάζω γνώμη.