ἑλώδης
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ες, A marshy, fenny, ὕδατα Hp.Aër.1; χωρίον Th.7.47, cf. Arist.HA596b3, Onos.8.2 (v.l.); τὰ ἑ. Arist.Pr.910a4. II frequenting marshes, of the elephant, Id.PA659a2. III bred in marshes, πυρετός Gal.17(1).889.
German (Pape)
[Seite 803] ες, sumpfig; τόποι Arist. H. A. 6, 8; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλώδης: -ες, βαλτώδης, ὕδατα Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· χωρία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10. 5· τὰ ἑλ. ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 18, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ συχνάζων εἰς τὰ ἕλη, περὶ τοῦ ἐλέφαντος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16. 3.
Spanish (DGE)
-ες
• Morfología: [gen. -εος Orac.Sib.11.243, plu. nom.-ac. neutr. -εα Hp.Aër.7, gen. -εων Hp.Hum.12]
1 pantanoso, cenagoso χώρη Hp.Aër.15, cf. Arist.Pr.926b13, Plu.Luc.32, Heph.Astr.1.21.34, χωρίον Th.7.47, Hp.Vict.2.38, Arist.HA 596b3, Onas.8.2, Polyaen.2.30.3, Str.8.5.2, Gal.13.44, Aret.SD 1.14.5, τόπος Arist.Mete.352a3, Thphr.CP 2.7.1, Plb.3.80.1, D.S.1.31, Dsc.2.95, Plu.Cim.13, Aristid.Quint.59.12, Eutecnius Th.Par.7.9, πεδίον Arist.Pr.926b4, App.BC 3.66, ἔδαφος Str.12.2.7, Αἴγυπτος Orac.Sib.11.243, γῆ Hdn.Gr.1.130, D.C.62.2.3, ἰσθμός D.C.43.7.2, νῆσοι Ptol.Geog.5.11.6, ὕδατα Hp.Aër.1, 7, λίμνη D.S.3.23, Str.1.3.4, Ptol.Geog.1.17.4, Paus.1.32.7, cf. D.H.1.20, ποταμός Clem.Al.Strom.1.23.151, Orib.Eup.1.32.3, Gp.5.5.2
•subst. τὸ ἑλῶδες lugar pantanoso, ciénaga Hp.Aër.13, Arist.Pr.910a4, Thphr.HP 4.9.1, Str.7.1.4, Plu.2.951f.
2 característico o propio de zonas pantanosas ὀδμαί Hp.Hum.12, cf. Ps.Democr.B 300.11, Synes.Ep.114, πυρετός Gal.17(1).889, cf. Orib.1.2.9, ὑγρότης Olymp.in Mete.111.20, τροφή Steph.in Gal.Glauc.143
•propio del agua pantanosa τῆς ἑλώδους παχύτητος ἔχει τὸ νᾶμα λεπτότερον I.BI 3.507
•subst. τὸ ἑλῶδες lo pantanoso, la humedad excesiva τὸ ἑ. τῆς Ἄλτεως Paus.5.11.10.
3 que habita en zonas pantanosas de anim. ὁ ἐλέφας Arist.PA 659a2.
Greek Monolingual
-ες (AM ἑλώδης, -ες)
1. ο γεμάτος έλη
2. αυτός που προκαλείται από το έλος («ελώδης πυρετός»)
νεοελλ.
1. ελόβιος
2. το θηλ. ως ουσ. η ελώδης
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κυφοειδών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑλῶδες
έλος, βαλτότοπος.
Russian (Dvoretsky)
ἑλώδης:
1) болотистый (τόποι Arst., Plut.): τὰ ἑλώδη Arst. = ἑλώδεις τόποι;
2) живущий в болотистых местах, болотный (ζῷον Arst.).