ἔκπτωτος

From LSJ
Revision as of 09:06, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπτωτος Medium diacritics: ἔκπτωτος Low diacritics: έκπτωτος Capitals: ΕΚΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: ékptōtos Transliteration B: ekptōtos Transliteration C: ekptotos Beta Code: e)/kptwtos

English (LSJ)

ον, A abject, Paul.Al.O.1; banished, Vett. Val.86.14,al.

Spanish (DGE)

-ον
1 caído en desgracia, desgraciado Vett.Val.82.16, 98.9, 420.27, οἱ πρότερον ἠτιμωμένοι καὶ ἔκπτωτοι Chrys.M.49.407
c. gen. expulsado, excluido τοῦ μακαρισμοῦ Anon.Hier.Luc.31.97
subst. ὁ ἐ. el caído, el pecador Thdt.Anc.Hom.72.11 (p.79.5).
2 despreciable πατὴρ ... ἄδοξος ἢ ... ἐ. Paul.Al.58.15, cf. 71.7.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκπτωτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε η εξουσία, το αξίωμα («ἐκπτωτος βασιλιάς», «έκπτωτος αρχιερεύς»)
νεοελλ.
«έκπτωτος εργολάβος» — αυτός που έχασε τα δικαιώματά του γιατί δεν εκτέλεσε επαρκώς τους όρους της συμβάσεως
αρχ.
1. αυτός που ξέπεσε στα μάτια τών άλλων, ανυπόληπτος
2. εξόριστος.