ἡμέρωμα

From LSJ
Revision as of 10:53, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμέρωμα Medium diacritics: ἡμέρωμα Low diacritics: ημέρωμα Capitals: ΗΜΕΡΩΜΑ
Transliteration A: hēmérōma Transliteration B: hēmerōma Transliteration C: imeroma Beta Code: h(me/rwma

English (LSJ)

ατος, τό, cultivated plant, Thphr.CP5.6.8 (pl.), prob. in HP1.7.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1166] τό, das Gezähmte, Cultivirte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμέρωμα: τό, καλλιεργημένον φυτόν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 6. 8, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

και μέρωμα, το (Α ἡμέρωμα) ημερώνω
νεοελλ.
εξημέρωση, καταπράυνση, κατευνασμός
αρχ.
το φυτό που έχει εξημερωθεί με καλλιέργεια, το καλλιεργημένο φυτό.