ὀλιγάρχης

From LSJ
Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγάρχης Medium diacritics: ὀλιγάρχης Low diacritics: ολιγάρχης Capitals: ΟΛΙΓΑΡΧΗΣ
Transliteration A: oligárchēs Transliteration B: oligarchēs Transliteration C: oligarchis Beta Code: o)liga/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, oligarch, of the decemviri, D.H.11.43.

German (Pape)

[Seite 320] ὁ, der Oligarch, Einer der in einem oligarchischen Staate Herrschenden, D. Hal. 11, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ὀλιγαρχίᾳ ἄρχων, εἷς τῶν δεκάρχων, Decemviri, Διον. Ἁλ. 11. 43.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
oligarque, membre d’un gouvernement oligarchique.
Étymologie: ὀλίγος, ἀρχή.

Greek Monolingual

ὀλιγάρχης, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά σε ολιγαρχία, μέλος της ρωμαϊκής δεκανδρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ὀλιγαρχία.

Greek Monotonic

ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), αυτός που κυβερνά ολιγαρχικά, άρχοντας σε ολιγαρχικό πολίτευμα, ολιγαρχικός.

Middle Liddell

ὀλῐγ-άρχης, ου, ὁ, ἄρχω
an oligarch.