ὁμοπληθής
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ές, Math., of classes or series containing the same number of individuals or terms, ὁ. εἴδη terms with the same coefficient, Dioph.IDef.10.
German (Pape)
[Seite 339] ές, von gleicher Menge, Euclid.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοπληθής: -ές, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ μέγεθος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐκλείδου.
Greek Monolingual
ὁμοπληθής, -ές (Α)
1. ίσος κατά το πλήθος, ισάριθμος
2. φρ. «ὁμοπληθῆ εἴδη»
μαθημ. σειρές ή τάξεις που περιέχουν το ίδιο πλήθος μονάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ-πληθής].