ὡραιοκόμος

From LSJ
Revision as of 16:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡραιοκόμος Medium diacritics: ὡραιοκόμος Low diacritics: ωραιοκόμος Capitals: ΩΡΑΙΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: hōraiokómos Transliteration B: hōraiokomos Transliteration C: oraiokomos Beta Code: w(raioko/mos

English (LSJ)

ον, A studying dress or decoration, Suid.

German (Pape)

[Seite 1413] fürs Putzen Sorge tragend, sich damit beschäftigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὡραιοκόμος: -ον, ὁ τοῦ κάλλους ἐπιμελούμενος, καλλωπιστὴς, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κόμος].