κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
Full diacritics: λῦμαρ | Medium diacritics: λῦμαρ | Low diacritics: λύμαρ | Capitals: ΛΥΜΑΡ |
Transliteration A: lŷmar | Transliteration B: lymar | Transliteration C: lymar | Beta Code: lu=mar |
τό, poet. for λῦμα, λύμη, Max.238.
ατος (τό) :
c. λύμη.
λῦμαρ: τό, ποιητικὸν ἀντὶ λῦμα, λύμη, Μάξιμ. π. καταρχ. 238.
λῡμαρ, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.) λύμα, λύμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος αρχαϊκός τ. του λῦμα (I)].