ἀσπιδοῦχος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ὁ, (ἔχω) A shield-bearer, S.Fr.427, E.Supp.1144.
German (Pape)
[Seite 373] Schild haltend, Schildträger, Soph. frg. 376; Eur. Suppl. 1143.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπῐδοῦχος: ὁ, (ἔχω) ὁ φέρων ἀσπίδα, Σοφ. Ἀποσπ. 376, Εὐρ. Ἱκ. 1144.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tient un bouclier.
Étymologie: ἀσπίς, ἔχω.
Spanish (DGE)
(ἀσπῐδοῦχος) -ου, ὁ que embraza escudo S.Fr.427, E.Supp.1143.
Greek Monolingual
ἀσπιδοῦχος, ο (Α)
1. ο ασπιδοφόρος
2. ο πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -ουχος < έχω].
Greek Monotonic
ἀσπῐδοῦχος: ὁ (ἔχω), αυτός που έχει ασπίδα, ασπιδοφόρος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπῐδοῦχος: ὁ Soph., Eur. = ἀσπιδιώτης.