κωμογραμματεύς
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
έως, ὁ, A administrative official in Ptolemaic Egypt, clerk of a κώμη, PPetr.3p.224 (iii B.C.), PTeb.19.9 (ii B.C.), OGI665.31 (Egypt, i A.D.), J.AJ16.7.3, etc.
German (Pape)
[Seite 1544] ὁ, Dorfschreiber, Schreiber eines Stadtviertels, Ios., Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
κωμογραμμᾰτεύς: έως, ὁ, ὁ γραμματεὺς κώμης, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4699. 15., 4956. 31.
Greek Monolingual
κωμογραμματεύς, -έως, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο κατά τους πτολεμαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους) διοικητικός υπάλληλος κατώτερος του κωμάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + γραμματεύς (πρβλ. ιερογραμματεύς, τοπογραμματεύς)].