κατασκοπεύω

From LSJ
Revision as of 15:30, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκοπεύω Medium diacritics: κατασκοπεύω Low diacritics: κατασκοπεύω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΩ
Transliteration A: kataskopeúō Transliteration B: kataskopeuō Transliteration C: kataskopeyo Beta Code: kataskopeu/w

English (LSJ)

= κατασκοπέω (view closely, spy out, reconnoitre, keep a look-out, inspect), LXX Ex. 2.4, al., PTeb. 230 (ii BC).

German (Pape)

[Seite 1379] auskundschaften, erforschen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκοπεύω: τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Ἔξοδ. Β´, 4, ἀλλ.).

Greek Monolingual

(AM κατασκοπεύω) κατάσκοπος
παρατηρώ, ερευνώ κάτι με προσοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός
νεοελλ.
διενεργώ κατασκοπεία, παρακολουθώ κρυφά και με προσοχή και συλλέγω πληροφορίες για μυστικά στοιχεία και ιδιαίτερα για κρατικά μυστικά και τά διαβιβάζω σε εκείνον που μού έχει αναθέσει την αποστολή αυτή.