ἀλάλαγμα

From LSJ
Revision as of 10:10, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλᾰλαγμα Medium diacritics: ἀλάλαγμα Low diacritics: αλάλαγμα Capitals: ΑΛΑΛΑΓΜΑ
Transliteration A: alálagma Transliteration B: alalagma Transliteration C: alalagma Beta Code: a)la/lagma

English (LSJ)

ατος, τό, = ἀλαλαγμός (loud noise), Call. Fr. 310, Psalm. Solom. 17.8, Plu. Mar. 45.

German (Pape)

[Seite 88] τό, dasselbe, Callim. frg. 310; Plut. Lys. 45 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάλαγμα: -ατος, τό, = τῷ ἑπομ., Καλλ. Ἀποσπ. 310, Πλουτ. Μάρ. 45.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ἀλαλαγή.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰλᾰ-]
1 grito de guerra o de victoria θεῷ τ' ἀλάλαγμα νόμαιον δοῦναι Call.Fr.719, πυκνὸν ἀ. Plu.Mar.45, ἀ. δέ ἐστιν ἐπινίκιος ᾠδή Sch.S.Ant.133.
2 grito orgiástico χορείης ἀλάλαγμα Nonn.D.20.304.

Greek Monolingual

το (Α ἀλάλαγμα) ἀλαλάζω
κραυγή χαράς, επινίκιο άσμα, κραυγή πολεμιστών ή άλλου πλήθους ανθρώπων, χλαλοή.

Greek Monotonic

ἀλάλαγμα: -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλάλαγμα: ατος τό Plut. = ἀλαλή.

Middle Liddell

[from ἀλαλάζω
I. = ἀλαλαγή, a shouting.
II. a loud noise, τυμπάνων, αὐλοῦ Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλάλαγμα -ατος, τό ἀλαλάζω schreeuw, kreet.