κελαινωπός
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ή, όν, = κελαινώπας.
German (Pape)
[Seite 1414] = κελαινώπης, Arcad. p. 67, 10.
Greek Monolingual
κελαινωπός, -ή, -όν (Α)
κελαινώπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. φαιδρ-ωπός].