μεσσόθεν
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
poet. for μεσόθεν, Adv. from the middle, μ. ἰσοπαλές Parm. 8.44, cf. ARh. 1.1168; c. gen., μ. ὕλης AP 9.661 (Jul. Aeg.); μεσόθεν, Ti.Locr. 95e.
Greek (Liddell-Scott)
μεσσόθεν: ποιητ. ἀντὶ μεσόθεν, ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μέσου, Παρμενίδης ἐν Πλάτ. Σοφιστ. 244Ε, Ἀπολ. Ρόδ. Α. 1168· μετὰ γεν., μ. ὕλης Ἀνθ. Π. 9. 661· - μέσοθεν παρὰ Τιμ. τῷ Λοκρ. 95D.
French (Bailly abrégé)
poét. p. μεσόθεν.
Greek Monolingual
μεσσόθεν (ποιητ. τ.) και μεσόθεν και μέσοθεν (Α)
επίρρ.
1. από τη μέση
2. στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος (βλ. λ. μέσος) + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. οίκο-θεν)].
Greek Monotonic
μεσσόθεν: ποιητ. αντί μεσόθεν, επίρρ., από τη μέση, σε Ανθ.
Middle Liddell
from the middle, Anth.