νεόπηκτος

From LSJ
Revision as of 22:02, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόπηκτος Medium diacritics: νεόπηκτος Low diacritics: νεόπηκτος Capitals: ΝΕΟΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: neópēktos Transliteration B: neopēktos Transliteration C: neopiktos Beta Code: neo/phktos

English (LSJ)

ον, fresh-curdled, τυρός Batr. 38; newly burnt, κεραμίς Hp. Mul. 2.206; newly built, θάλαμοι Hld. 6.11.

German (Pape)

[Seite 243] = νεοπαγής, τυρός, Batrach. 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fraîchement caillé;
2 de cuisson récente (brique).
Étymologie: νέος, πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

νεόπηκτος: -ον, ἴδε νεοπηγής.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεόπηκτος, -ον)
1. αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς νεόπηκτος», Βατραχομ.)
2. αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.)
αρχ.
αυτός που κατέστη στερεός αφού πρώτα ψήθηκε («νεοπήκτου κεραμῑδος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. εύ-πηκτος, κρυσταλλό-πηκτος].

Greek Monotonic

νεόπηκτος: -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ.

Russian (Dvoretsky)

νεόπηκτος: недавно затвердевший, т. е. свежий, молодой (τυρός Batr.).

Middle Liddell

νεό-πηκτος, ον
fresh curdled, fresh made, Babr.