ἑρμογλύφος
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ib. 2, Porph. Hist. Phil. Fr. 11, Iamb. VP 34.245.
German (Pape)
[Seite 1033] ὁ, der Bildhauer, = ἑρμογλυφεύς, Luc. somn. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ἄριστος ἑρμογλύφος εἶναι δοκῶν Λουκ. Ἐνυπν. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ἑρμογλυφεύς.
Greek Monolingual
ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς)
γλύπτης, αγαλματοποιός
αρχ.
γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω)
πρβλ. λιθο-γλύφος, ξυλο-γλύφος].
Greek Monotonic
ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμογλύφος: ὁ Luc. = ἑρμογλυφεύς.
Middle Liddell
ἑρμο-γλύφος, ὁ, = ἑρμογλυφεύς, Luc.]