χοιρόθλιψ

From LSJ
Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρόθλιψ Medium diacritics: χοιρόθλιψ Low diacritics: χοιρόθλιψ Capitals: ΧΟΙΡΟΘΛΙΨ
Transliteration A: choiróthlips Transliteration B: choirothlips Transliteration C: choirothlips Beta Code: xoiro/qliy

English (LSJ)

-ιβος, ὁ, ἡ, sens. obsc. (χοῖρος I. 2), Ar. V. 1364.

German (Pape)

[Seite 1362] ιβος, ein Schwein drückend, befühlend, aber auch die weibliche Schaam berührend, Ar. Vesp. 1364.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρόθλιψ: ιβος, ὁ, ἡ, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας (ἐκ τοῦ χοῖρος Ι. 2), ὁ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ἀποθλίβων, Ἀριστοφ. Σφ. 1364.

French (Bailly abrégé)

όθλιβος (ὁ, ἡ)
débauché.
Étymologie: χοῖρος, θλίβω.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ, ἡ, Α
(σε σχολιαστή του Αριστοφ.) «χοιρόθλιβα
τὸ γυναικεῖον αἰδοῑον ἀποθλίβοντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος «γυναικείο αιδοίο» + -θλιψ (< θλίβω «λειώνω, συντρίβω»)].

Russian (Dvoretsky)

χοιρόθλιψ: ῑβος ὁ χοῖρος 2] распутник Arph.